κυματογράφος

κυματογράφος
ο тех осциллограф

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κυματογράφος" в других словарях:

  • κυματογράφος — κυματογράφος, ο και κυμογράφος, ο όργανο για τη μέτρηση των ρυθμικών κινήσεων του σφυγμού, της αναπνοής κ.ά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυματογράφος — και κυμογράφος, ο ιατρ. συσκευή μηχανικής καταγραφής και παραστάσεως τών ρυθμικών κινήσεων τής καρδιάς, τού σφυγμού, τής αναπνοής κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • κυμογράφος — ο βλ. κυματογράφος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»